- συμφέρουσιν
- συμφέρωbring togetherpres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)συμφέρωbring togetherpres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πιπράσκω — και ιων. τ. πιπρήσκω Α 1. (γενικά) πουλώ 2. (ειδικά) (σχετικά με πρόσ. και πράγματα) πουλώ κάτι για εξαγωγή, κάνω εξαγωγή 3. μτφ. προδίδω κάποιον προκειμένου να αποκτήσω χρήματα («πεπρακόσιν ἑαυτοὺς εἰς τἀναντία τοῑς τῇ πατρίδι συμφέρουσιν»,… … Dictionary of Greek